ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ: ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΠΡΟΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΓΟΝΕΪΚΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ
- wskarakasi

- 11 Ιουν
- διαβάστηκε 3 λεπτά
Με την υπ’αριθμ. 1097/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τμήμα οικογενειακό) έγινε δεκτό το αίτημα της μητέρας-εντολέως μας, και διατάχθηκε ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του πατέρα προκειμένου να διαγνωστεί:
α) εάν υφίσταται κάποια διαταραχή ή πάθηση σε περίπτωση που ένας άνδρας βιντεοσκοπεί ή φωτογραφίζει γυναίκες ή τμήματα του σώματός τους, εν αγνοία τους,
β) με το δεδομένο ότι ο πατέρας έχει προβεί σε τέτοιες ενέργειες, εάν πάσχει από οποιαδήποτε ψυχική διαταραχή ή νόσο, ποια η σοβαρότητά της και τα συμπτώματά της, ποια η επίδραση αυτής όσον αφορά την ικανότητά του να ανταποκριθεί στην επιμέλεια και φροντίδα των ανηλίκων τέκνων του και αν είναι ικανός να ασκήσει το γονεϊκό του ρόλο,
γ) εάν διαπιστωθεί κάποια ψυχική νόσος ή διαταραχή, εάν κρίνεται για το συμφέρον των ανηλίκων, η άσκηση της επικοινωνίας με κάποιες προϋποθέσεις και ποιες, καθώς και με ποιον τρόπο ενδείκνυται να ασκείται αυτή (δηλαδή χρονικά όρια διάρκειας, τόπος, διανυκτέρευση, παρουσία έτερου γονέα ή τρίτου προσώπου),
δ) εάν απαιτείται για τη διαπιστωθείσα πάθηση ή διαταραχή η λήψη κάποιας φαρμακευτικής αγωγής, ή η ψυχιατρική ή ψυχολογική παρακολούθηση.
Το δικαστήριο ορθά διέγνωσε ότι δεν πρόκειται για αποξενώτρια μητέρα, αναφέροντας ξεκάθαρα ότι «η ίδια επιθυμεί τη συμμετοχή του πατέρα στη ζωή των παιδιών με σκοπό την ισόρροπη ψυχοσωματική τους ανάπτυξης» και η ανάγκη για διερεύνηση της ψυχιατρικής κατάστασης του πατέρα προέκυψε βάσει νεώτερων στοιχείων που συνέλεξε: φωτογραφίες και βίντεο που εξήχθησαν από διαγραφέντα αρχεία μικροκάρτας που διατηρούσε ο πατέρας και η οποία είχε παραμείνει από αβλεψία του στην μέχρι πρότινος οικογενειακή στέγη, από την οποία είχε αποχωρήσει προσφάτως.
Το δικαστήριο αξιολογώντας το αποδεικτικό υλικό διαπίστωσε ότι «πράγματι από το προσαγόμενο αυτό υλικό, προκύπτει η εν αγνοία βιντεοσκόπηση γυναικών ή τμημάτων του σώματός τους, από πλευράς του εναγομένου, ακόμη και σε προσωπικές στιγμές τους, ενώ και ο ίδιος συνομολογεί ότι τουλάχιστον μία φορά βιντεοσκόπησε την αδελφή της τότε συζύγου του, χωρίς κάτι τέτοιο να καταστεί αντιληπτό. Για το λόγο δε αυτό έχει υποβληθεί και σχετική έγκληση από την τελευταία.
Εξάλλου, ο ενάγων-εναγόμενος προσκομίζει διάφορες ψυχιατρικές εκθέσεις από ιατρούς που τον έχουν αξιολογήσει ως προς την καταλληλότητά του ως γονέα, οι οποίοι δεν έκριναν την ύπαρξη κάποιας παραφιλικής συμπεριφοράς εκ μέρους του, πλην όμως στους ιατρούς αυτούς δεν τέθηκε σε γνώση το ανωτέρω υλικό, ούτε το δεδομένο αυτό, ούτως ώστε να αξιολογηθεί και να ληφθεί υπόψη κατά τη διάγνωσή τους».
Καταλήγοντας στην απόφασή του, το Δικαστήριο έκρινε ότι «Μολονότι δε έως τώρα δεν υπάρχει καμία ένδειξη ακαταλληλότητας από την πλευρά του πατέρα ως προς την άσκηση των γονεϊκών του καθηκόντων, ωστόσο κρίνεται σκόπιμο να διερευνηθεί το ενδεχόμενο κατ' αρχήν μεν ύπαρξης της συγκεκριμένης διαταραχής, δεδομένου και του εισφερθέντος αποδεικτικού υλικού, κατά δεύτερον δε τυχόν συσχέτισης αυτής με την άσκηση της επιμέλειας και επικοινωνίας του πατέρα με τα παιδιά και της τυχόν έκθεσής τους σε συμπεριφορές επιβλαβείς για τα ίδια. Η διερεύνηση δε αυτή κρίνεται ωφέλιμη τόσο για τα παιδιά, όσο και για αμφότερες τις διάδικες πλευρές, ούτως ώστε να αποκατασταθεί κάθε ενδεχόμενο καχυποψίας που μπορεί να αναπτυχθεί μεταξύ τους και να επιφέρει δυσλειτουργία στη μελλοντική συνεργασία τους ως γονέων. Επομένως, είναι εξαιρετικά κρίσιμο να λυθεί οριστικά και με αποδεικτική ασφάλεια η διαφορά, ούτως ώστε να διευθετηθεί το θέμα της επιμέλειας και επικοινωνίας των τέκνων με τον πατέρα, προκειμένου να επιτευχθεί η βέλτιστη ψυχοσυναισθηματική τους ανάπτυξη και να αποφευχθεί η δημιουργία ψυχικών τραυμάτων, που θα επέλθει είτε με τη στέρηση της επιμέλειας και επικοινωνίας του πατρός, εφόσον ο τελευταίος μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως στο γονεϊκό του ρόλο, είτε με την πρόβλεψη μεγαλύτερης επικοινωνίας, εφόσον ο τελευταίος δεν ανταποκρίνεται στα γονεϊκά του καθήκοντα με επάρκεια ή χρήζει ψυχολογικής ή ψυχιατρικής παρακολούθησης ή υποστήριξης».
Ακολουθεί το κείμενο της απόφασης:
Για περισσότερες πληροφορίες, επικοινωνήστε μαζί μας
τηλεφωνικά (+30) 210 64 22 550
ή μέσω της πλατφόρμας:
Σχόλια